- θεοποιουμένας
- θεοποιουμένᾱς , θεοποιέωmake into godspres part mp fem acc pl (attic epic doric)θεοποιουμένᾱς , θεοποιέωmake into godspres part mp fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.